καταπεζομαχώ

καταπεζομαχώ
καταπεζομαχῶ, -έω (Α)
(επιτ. τ. τού πεζομαχώ) νικώ σε πεζομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πεζομαχώ «μάχομαι στην ξηρά ή πεζός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”